- συνεθισμός
- ὁ, ΜΑ [συνεθίζω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνεθίζω*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεθισμός — habituation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεθισμοῦ — συνεθισμός habituation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεθισμῶν — συνεθισμός habituation masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεθισμῷ — συνεθισμός habituation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεθισμόν — συνεθισμός habituation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσιώ — (I) άω, Α [φῡσα] 1. αναπνέω έντονα και με δυσκολία, ασθμαίνω 2. συρίζω («φυσιόωσα ἔχις», Οππ.) 3. μτφ. αλαζονεύομαι, επαίρομαι. (II) όω, Α [φύσις] κάνω κάποιον να αντιμετωπίζει κάτι με φυσικό τρόπο («διὰ τῆς φαντασίας συνεθισμὸς φυσιοῖ πως ἡμᾶς… … Dictionary of Greek